- τανταλίζω
- Α1. ταλαντεύω, σείω, κινώ («μελαμφύλλῳ δάφνᾳ χλωρᾷ τ' ἐλαίᾳ τανταλίζει», Ανακρ.)2. παροιμ. φρ. «τὰ Ταντάλου τάλαντα τανταλίζεται» — λεγόταν για εκείνους που είχαν πολλά πλούτη όπως ο μυθικός βασιλιάς Τάνταλος (Ζηνόβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < Τάνταλος. Τόσο η σημ. τού ρ. τανταλίζω όσο και η σημ. τού ρ. τανταλοῦμαι αναφέρονταν στο μαρτύριο τής συνεχούς αγρύπνιας τού Ταντάλου και τής τεράστιας πέτρας που σύμφωνα με άλλη παράδοση αιωρείτο πάνω από το κεφάλι του. Η σημ., εξάλλου, τής παροιμιώδους φράσης έχει δεχθεί πιθ. και τη σημασιολ. επίδραση τής λ. τάλαντον*].
Dictionary of Greek. 2013.